- συγκαλύψεις
- συγκαλύπτωcoveraor subj act 2nd sg (epic)συγκαλύπτωcoverfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπάλωτος — η, ο [μπαλώνω] 1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει 2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα 3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις … Dictionary of Greek